εὐφημῶ

εὐφημῶ
εὐφημέω
use words of good omen
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
εὐφημέω
use words of good omen
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ευφημώ — (ΑΜ εὐφημῶ, έω, Α δωρ. τ. εὐφαμέω) [εύφημος] 1. αποφεύγω κάθε δυσοίωνη λέξη, αποφεύγω τις βλασφημίες, μεταχειρίζομαι ευοίωνες λέξεις («φέρτε δὲ χερσὶν ὕδωρ, εὐφημῆσαί τε κέλεσθε», Ομ. Ιλ.) 2. (κατ επέκτ.) τηρώ θρησκευτική σιγή 3. επαινώ,… …   Dictionary of Greek

  • Εὐφήμῳ — Εὔφημος uttering sounds of good omen masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐφήμῳ — εὔφημος uttering sounds of good omen masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐφήμωι — Εὐφήμῳ , Εὔφημος uttering sounds of good omen masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐφήμωι — εὐφήμῳ , εὔφημος uttering sounds of good omen masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατευφημώ — κατευφημῶ, έω (AM) (επιτ. τ. τού ευφημώ) 1. προσφωνώ κάποιον με επαίνους και ευφημίες, επευφημώ, εξυμνώ («τῶν δήμων κατευφημούντων τὸν τύραννον», Θεοφύλ. Σ.) 2. εκφράζομαι επαινετικά για κάποιον, εγκωμιάζω, επαινώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + εὐφημῶ …   Dictionary of Greek

  • προσευφημώ — έω, Μ ευφημώ, εγκωμιάζω ακόμη περισσότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + εὐφημῶ «επαινώ, εγκωμιάζω»] …   Dictionary of Greek

  • ИОАНН ПРЕДТЕЧА — [Иоанн Креститель; греч. ᾿Ιωάννης ὁ Πρόδρομος], крестивший Иисуса Христа, последний ветхозаветный пророк, открывший избранному народу Иисуса Христа как Мессию Спасителя (пам. 24 июня Рождество Иоанна Предтечи, 29 авг. Усекновение главы Иоанна… …   Православная энциклопедия

  • Ευφημίται — Εὐφημῑται, οἱ (ΑΜ) [ευφημώ] θεολ. διαφορετική ονομασία τών αιρετικών Μεσσαλιανών …   Dictionary of Greek

  • βλαστημώ — ( άω) (AM βλασφημῶ, έω) 1. εκστομίζω ανόσια, υβριστικά λόγια εναντίον του θεού, αγίων προσώπων ή ιερών συμβόλων 2. αναθεματίζω, καταριέμαι μσν. νεοελλ. οικτίρω νεοελλ. 1. βρίζω ή καταριέμαι κάποιον 2. φρ. «βλαστήματα» εκδήλωση στενοχώριας και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”